- καπηλευτής
- ο (Α καπηλευτής) [καπηλεύω]νεοελλ.αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλές ιδέες ή αισθήματα για δικό του όφελοςαρχ.κάπηλος, ιδιοκτήτης μικρού καταστήματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
ԽՈՀԱՎԱՃԱՌ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 0959 Chronological Sequence: Unknown date ա. κάπηλος caupo καπηλευτής nundinator. Որվաճառէ ʼի կրպնկի կամ ʼի պանդոկի զեփեալ կերակուրս, զուտելիս եւ զըմպելիս. ... *Խորագունիւ վարի ըստ զորութեան խոհավաճառիցն սեռիւ: Մի՛ խոհավաճառ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)